encarnarse
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Spanish > Greek
ἐνσωματόομαι, ἐνσωματοῦμαι, ἐνσαρκόομαι, ἀποσαρκόω, ἐνανθρωπίζω, ἐνσωματίζομαι, ἐνανθρωπέω