ἐνανθρωπίζω
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
German (Pape)
[Seite 826] = ἐνανθρωπέω, K. S.
Spanish (DGE)
hacerse hombre, encarnarse de Cristo πρὸς αὐτοὺς ἐνανθρωπίσας ἀφίκετο Thdt.M.81.772B, cf. Gr.Nyss.M.46.208A, Mac.Magn.Apocr.2.9 (p.12.13), del Verbo divino, Ath.Al. en Cat.Ep.Hebr.2.11 suppl.(p.400.8).
Greek Monolingual
(Μ ἐνανθρωπίζω)
1. ενανθρωπώ. παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο
2. ιατρ. διαβιβάζω ύλη εμβολίου μέσα από το ανθρώπινο σώμα, βλ. ενανθρωπώ.