συψέλιον
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
v. συμψέλιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. συμψέλιον.
Russian (Dvoretsky)
συψέλιον: τό (лат. subsellium) скамья Anth.
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Full diacritics: συψέλιον | Medium diacritics: συψέλιον | Low diacritics: συψέλιον | Capitals: ΣΥΨΕΛΙΟΝ |
Transliteration A: sypsélion | Transliteration B: sypselion | Transliteration C: sypselion | Beta Code: suye/lion |
v. συμψέλιον.
τὸ, Α
βλ. συμψέλιον.
συψέλιον: τό (лат. subsellium) скамья Anth.