ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
η, ΝΜΑβλ. φαρμακευτικός.
φαρμᾰκευτική: ἡ (sc. τέχνη) учение о лекарственных средствах Diog. L.