ἀντίπαις

Revision as of 09:55, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")

English (LSJ)

αιδος, ὁ, ἡ,
A like a child, γραῦς A.Eu.38; little more than a child, θυγατρὸς ἀντίπαιδος E.Andr.326; ἡλικία Luc.Am.2.
II instead of a boy, i.e. no longer e boy, S.Fr.564(s.v.l.).
2 Subst., a mere boy, Plb.15.33.12, 27.15.4, D.H.4.3, Plu.Aem.22, Luc.Somn. 16, Ant.Lib.13.5.

Spanish (DGE)

-δος
1 que es como un niño δείσασα γὰρ γραῦς οὐδέν, ἀντίπαις μὲν οὖν pues una vieja asustada no es nada, es como un niño A.Eu.38.
2 el que ha dejado de ser un niño, adolescente, y según el cont. casi un niño ref. a la edad entre el παῖς y el ἔφηβος: θυγάτηρ E.Andr.326, ἡλικία Luc.Am.2
como pred. nominal muchacho, adolescente S.Fr.564, ἀντίπαιδα τὴν ἡλικίαν ὄντα Plb.15.33.12, cf. Plb.27.15.4, Plu.Aem.22, Ael.NA 6.42, ἀντίπαις ἔτι ὤν Luc.Somn.16, cf. D.H.4.3, Ant.Lib.13.5, Plu.2.261e.

German (Pape)

[Seite 256] παιδος, 1) einem Knaben, Kinde ähnlich, γραῦς Aesch. Eum. 38. – 2) erwachsener Knabe, erwachsenes Mädchen, Eur. Andr. 326; τὴν ἡλικίαν ἀντίπαις Pol. 15, 33. 27, 13. – Nach Poll. 2, 9 bes. in der neueren Kom.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
1 semblable à un enfant;
2 encore presque enfant.
Étymologie: ἀντί, παῖς.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπαις: παιδος adj.
1 подобный ребенку (γραῦς Aesch.);
2 еще не вышедший из детского возраста (θυγάτηρ Eur.);
3 (тж. ἀ. τὴν ἡλικίαν Plut.) взрослый (παῖς Soph.; ἡλικία Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπαις: ὁ, ἡ, ἰσόπαις, ὅμοιος παιδί, «σὰν παιδί», ἀντίπαις μὲν οὖν ἡ (γραῦς) Αἰσχύλ. Εὐμ. 38· θυγατρὸς ἀντίπαιδος Εὐρ. Ἀνδρ. 326. ΙΙ. ὁ ἐκβεβηκὼς τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ μὴ ὢν πλέον παῖς, Σοφ. Ἀποσπ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς παρὰ Πολυβ. 15. 33, 12., 27. 13, 4. ― Πρβλ. ἀντίθεος.

Greek Monolingual

ἀντίπαις, ο, η (Α)
1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί
2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία
3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί
4. ως ουσ. το παιδί.

Greek Monotonic

ἀντίπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, όμοιος με αγόρι ή παιδί, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

like a boy or child, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

like a child