κοιλόφωνος

Revision as of 10:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κοιλόφωνον, hollow-voiced, Hsch. s.v. ληκυθιστής. Adv. κοιλοφώνως, λαρυγγίζειν Phld.Rh.1.200 S.

German (Pape)

[Seite 1467] mit hohler Stimme, Hesych. v. ληκυθιστής.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόφωνος: -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ληκυθιστής.

Greek Monolingual

κοιλόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.
επίρρ...
κοιλοφώνως (Α)
με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, μεσόφωνος].