συνήκοος
English (LSJ)
συνήκοον, (ἀκοή) hearing together, οἱ σ. τῶν λόγων Pl.Lg.711e; τῷ κορυφαίῳ σ. as able to hear as the first, Plu.2.678e.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui entend ou écoute avec, gén.;
2 qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.
Étymologie: ἀκούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.
German (Pape)
mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV.711e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5.5.1, und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνήκοος:
1 вместе слушающий или слышащий (τῶν λόγων Plat.);
2 вместе повинующийся (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ὁμοῦ ἀκούων, οἱ συν. τῶν λόγων Πλάτ. Νόμ. 711Ε. τῷ κορυφαίῳ σ., ἱκανὸς νὰ ἀκούσῃ ὅσον καὶ ὁ κορυφαῖος, Πλούτ. 2. 678D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 276.
Greek Monolingual
και συνάκοος, -ον, Α
1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ-ήκοος, ὑπ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].