λογοπλάθος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, fable-maker, e.g. Aesop, Phryn.PS p.86 B.
Greek (Liddell-Scott)
λογοπλάθος: [ᾰ], -ον, «ὁ λόγους καὶ μύθους πλάττων ὡς Αἴσωπος» Α. Β. 50.
Greek Monolingual
λογοπλάθος, ὁ (Α)
(για τον Αίσωπο) αυτός που πλάθει μύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -πλάθος(< πλάσσω), πρβλ. κοροπλάθος, πηλοπλάθος].
German (Pape)
= λογοποιός, Aesop, B.A. 50.