λογοποιός
Full diacritics: λογοποιός | Medium diacritics: λογοποιός | Low diacritics: λογοποιός | Capitals: ΛΟΓΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: logopoiós | Transliteration B: logopoios | Transliteration C: logopoios | Beta Code: logopoio/s |
Contents
English (LSJ)
ὁ, A prose-writer; esp. historian, chronicler, Id.R.392a, Isoc.5.109, 11.37; applied by Hdt. to Hecataeus, 2.143, 5.36,125; to Hdt. himself by Arr.An.3.30.8. 2 writer of fables, Αἴσωπος ὁ λ. Hdt.2.134, cf. Plu.Sol.28. II at Athens, = λογογράφος ΙΙ, professional speechmaker, Pl.Euthd.289d. 2 with collat. sense of tale-teller, newsmonger, D.24.15, Thphr.Char.8.1, Plu.Nic.30.
Greek (Liddell-Scott)
λογοποιός: ὁ, πεζογράφος, ἰδίως ἱστορικὸς γρονογράφος, ἀκριβῶς ὡς τὸ λογογράφος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392Α, Ἰσοκρ. 104D· ὑπὸ Ἡροδότου λεγόμενον περὶ τοῦ Ἑκαταίου ἐν 2. 143., 5. 36, 125· καὶ περὶ αὐτοῦ τοῦ Ἡροδότου ὑπὸ τοῦ Ἀρριαν. ἐν Ἀν. Ἀλ. 3. 30. 2) μυθογράφος, Αἴσωπος ὁ λ. Ἡρόδ. 2. 134, πρβλ. Πλουτ. Σόλ. 28. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, = λογογράφος ΙΙ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν ἐπὶ χρήμασι σύνταξιν λόγων, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C, Εὐθύδ. 289D. 2) ἐπὶ κατασκευάζοντος διηγήσεις ἢ διαδίδοντος φήμας, Δημ. 701, ἐν τέλ., Θεοφρ. Χαρ. 8.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. prosateur, particul. historien en prose;
II. qui compose des histoires, particul. :
1 fabuliste;
2 qui invente des mensonges ou conte des histoires, nouvelliste.
Étymologie: λόγος, ποιέω.
Greek Monolingual
λογοποιός, ὁ (Α)
1. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζογράφος και κυρίως ο ιστορικός συγγραφέας, ο αρχαίος χρονογράφος («οὔτε τῶν ποιητῶν οὔτε τῶν λογοποιῶν οὐδεμίαν φανήσεται μνείαν πεποιημένος», Ισοκρ.)
2. συγγραφέας μύθων, μυθογράφος («σύνδουλος δὲ Αἰσώπου τοῦ λογοποιοῡ», Ηρόδ.)
3. ο επαγγελματίας λογογράφος
4. αυτός που επινοεί και διαδίδει ψευδείς φήμες, ο διαδοσίας («δόξας λογοποιὸς εἶναι καὶ ταράττειν τὴν πόλιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λογοποιός: ὁ (ποιέω)·
I. 1. πεζογράφος, κυρίως ιστορικός, χρονογράφος, σε Πλάτ., κ.λπ.
2. μυθογράφος, σε Ηρόδ., Πλούτ.
II. 1. = λογογράφος II, σε Πλάτ.
2. κατασκευαστής διηγήσεων, κάπηλος ειδήσεων, αυτός που διαδίδει φήμες, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
λογοποιός: ὁ
1) писатель-прозаик (καὶ ποιηταὶ καὶ λογοποιοί Plat.);
2) (= λογογράφος
1) летописец, автор исторических рассказов (в прозе), логограф (Ἑκαταῖος ὁ λ. Her.);
3) баснописец (Αἴσωπος ὁ λ. Her.);
4) составитель судебных речей (преимущ. по заказу) Plat.;
5) разносчик слухов, выдумщик, сплетник Dem.
Middle Liddell
λογο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
I. a prose-writer, esp. an historian, chronicler, Plat., etc.
2. a writer of fables, Hdt., Plut.
II. = λογογράφος II, Plat.
2. a tale-teller, newsmonger, Dem.
English (Woodhouse)
λογοποιός = author, chronicler, prose-writer, writer, composer of speeches