φυτουργία
English (LSJ)
ἡ,
A cultivation of plants, gardening, Thphr. CP 3.7.5, D.S.20.8 (pl.), Str.11.5.1.
2 plantation, Id.3.2.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1320] ἡ, Bearbeitung und Pflege der Gewächse, Gärtnerei; Theophr.; D. Sic. 20, 8.
Russian (Dvoretsky)
φῠτουργία: ἡ растениеводство, садоводство Diod.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτουργία: ἡ, καλλιέργεια φυτῶν, κηπουρική, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5, Διόδ., κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και φυτοεργείη Α φυτουργός
καλλιέργεια και περιποίηση φυτών, κηπουρική
αρχ.
μτφ. ανατροφή («παιδὸς φυτουργίαν», Αθανάσ.).