φυτουργία

Revision as of 07:48, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,
A cultivation of plants, gardening, Thphr. CP 3.7.5, D.S.20.8 (pl.), Str.11.5.1.
2 plantation, Id.3.2.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, Bearbeitung und Pflege der Gewächse, Gärtnerei; Theophr.; D. Sic. 20, 8.

Russian (Dvoretsky)

φῠτουργία:растениеводство, садоводство Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτουργία: ἡ, καλλιέργεια φυτῶν, κηπουρική, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5, Διόδ., κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και φυτοεργείη Α φυτουργός
καλλιέργεια και περιποίηση φυτών, κηπουρική
αρχ.
μτφ. ανατροφή («παιδὸς φυτουργίαν», Αθανάσ.).