сменять
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Russian > Greek
ἐναλλάσσω, μεταμφιάζω, διαλλάσσω, διαλλάττω, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, ἀμείβω, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω