λιθογράφος

Revision as of 12:04, 29 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. λιθογλύφος.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογράφος)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τέχνη της λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες
2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών
αρχ.
(δ. γρφ.) λιθογλύφος.