ιπποδρομία
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱπποδρομία) ιππόδρομος
ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.)
αρχ.
ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῦσι Τροίαν», Πλούτ.).
Translations
horse race
Azerbaijani: sürək; Bashkir: бәйге; Chinese Mandarin: 跑馬/跑马, 賽馬/赛马; Danish: hestevæddeløb; Dutch: harddraverij; Finnish: ratsastuskilpailu; French: course de chevaux; Galician: carreira de cabalos; Georgian: დოღი; German: Pferderennen; Greek: ιπποδρομία; Ancient Greek: ἱπποδρομία, ἱππικὸς δρόμος, ἱππικὸς ἀγών; Hungarian: lóverseny; Japanese: 競馬; Korean: 경마(競馬); Kyrgyz: байге; Norwegian Bokmål: hesteløp; Nynorsk: hesteløp, hestelaup; Plautdietsch: Pieetsreess; Russian: скачки; Swedish: kapplöpning; Turkish: at yarışı; Uzbek: poyga