ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurteilen, Pandect.
μεταλλίζω (ΑM) μέταλλονκαταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.