διασκηνέω
English (LSJ)
A separate and retire each to his billet (σκηναί), take up one's quarters, διασκηνῆσαι κατὰ τὰς κώμας X.An.4.4.8: abs., go into billets, ib.4.5.29, Lac.5.3.
II leave another's tent, διασκηνούντων μετὰ δεῖπνον Id.Cyr.3.1.38, dub. in Id.HG4.8.18.
III Act., shade, Lyd.Mag.3.70.
Spanish (DGE)
I 1poner las tiendas de campaña aquí y allá, acampar por separado κατὰ τὰς κώμας X.An.4.4.8, cf. 4.5.29, ὡς ἀπωτάτω ἀλλήλων διεσκηνημένοι Procop.Goth.3.28.12
•gener. levantar las tiendas, acampar οἱ ... βάρβαροι ἀπὸ σταδίων τῆς πόλεως ἑπτὰ διεσκηνημένοι ἐστρατοπεδεύσαντο ἅπαντες Procop.Pers.26.11, cf. 2.11.23.
2 abandonar la tienda μετὰ δεῖπνον X.Cyr.3.1.38, ἐξ ἀρίστου X.HG 4.8.18, cf. Lac.5.3.
3 vivir por separado, habitar uno lejos de otro οὐδ' ὑμῖν θᾶκοι χωρὶς ἀλλήλων οὐδὲ διεσκηνήσατε Aristid.Or.38.22, σποράδην ... διεσκηνημένοι τὴν χώραν οἰκοῦσι Procop.Goth.3.14.29, οἰκοῦσι δὲ ἐν καλύβαις οἰκτραῖς διεσκηνημένοι πολλῷ μὲν ἀπ' ἀλλήλων Procop.Goth.3.14.24.
II proteger, resguardar αἱ στοαὶ ... διασκηνοῦσαι τὴν πλατεῖαν Lyd.Mag.3.70.
German (Pape)
[Seite 602] zerstrent in Quartiere verteilen; kantoniren; κατὰ τὰς κώμας, Xen. An. 4, 4, 8. 5, 29 u. Sp.; – aus einander gehen, Cyr. 3, 1, 38; vgl. Hell. 4, 8, 18.
French (Bailly abrégé)
διασκηνῶ :
1 se disperser par corps pour établir ses quartiers;
2 se séparer en sortant de la tente (du roi).
Étymologie: διά, σκηνέω.
Russian (Dvoretsky)
διασκηνέω: и διασκηνάω
1 размещать по палаткам, расквартировывать (τὰς τάξεις κατὰ τὰς κώμας Xen.);
2 располагаться по палаткам (διασκηνήσαντες ἐκοιμήθησαν Xen.);
3 уходить из (царской) палатки, расходиться (μετὰ τὸ δεῖπνον Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκηνέω en διασκηνόω zich verspreid legeren:. κατὰ τὰς κώμας over de dorpen Xen. An. 4.4.8. teruggaan naar zijn tent, kwartier (ieder voor zich):. διασκηνούντων δὲ μετὰ δεῖπνον toen ze na het eten teruggingen naar hun tenten Xen. Cyr. 3.1.38.