οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
μόγγας: ἢ μογγάς, ὄνομα εἴδους μανιώδους ὀρχήσεως, παρ’ Ἀθην. 629D, πρβλ. κερνοφόρος, θερμαστρίς.