συγκολλῶμαι
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
παθ. συγκολλῶμαι, συγκολλάομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.