ἀπροϊδής

Revision as of 06:45, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " unvermutet" to " unvermutet")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐ], ές, (προϊδεῖν)
A unforeseen, Nic.Th.2,18, AP7.213 (Arch.), 9.111 (Id.). Adv. ἀπροϊδῶς Archig. ap. Orib.8.2.19.
2 Act., unforeseeing, prob. in Nonn. D. 9.102, 48.757.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [-ῐ-]
I no visto previamente ἀπροϊδῆ τύψαντα que golpean a uno no visto previamente Nic.Th.2, σκορπίος Nic.Th.18, AP 7.213 (Arch.)
no visto, secreto πίστις Nonn.Par.Eu.Io.12.42, ἀ. Χριστοῖο μαθητής Nonn.Par.Eu.Io.19.38, ἣ τότε Βάκχον ἑλοῦσα ... ἀπροϊδῆ ... κατεκλήισε Nonn.D.9.102
imprevisto δαίμων IUrb.Rom.1250.12.i
II adv. -ῶς de manera imprevista ἀ. αὐτοὺς ἄγειν Archig. en Orib.8.2.19.

German (Pape)

[Seite 338] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermutet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 imprévu;
2 imprévoyant, qui agit à son insu.
Étymologie: , προϊδεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροϊδής: непредвиденный (μόρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροϊδής: -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, ἀπρόοπτος, «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168.

Greek Monolingual

ἀπροϊδής, -ές (Α)
αυτός που δεν φανερώνεται, ο κρυφός.

Greek Monotonic

ἀπροϊδής: -ές (προϊδεῖν), απρόβλεπτος, απρόοπτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

προϊδεῖν
unforeseen, Anth.