κριοκοπώ
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
κριοκοπῶ, -έω (Α)
μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῖν ἐνεχείρησαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ, χρεωκοπώ].