τσοπάνα
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
τσοπάνης, ο, θηλ. τσοπάνα, τσομπάνα και τσοπάνισσα, τσομπάνισσα, Ν
ποιμένας, βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coban].