ingenioso
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Spanish > Greek
ἀγχίφρων, ἀρχιτέκτων, ἀστεῖος, γλαφυρός, δεξιός, δοξαστικός, εὐμήχανος, εὔπορος, μηχανικός, πολυμήχανος, πόριμος