αἱμοσταγής
English (LSJ)
αἱμοσταγές, = αἱματοσταγής (blood-dripping, reeking with blood), E.Fr.384.
Spanish (DGE)
(αἱμοστᾰγής) -ές
que gotea sangre, ensangrentado αἱ. ἔθνος A.Eu.365, cf. E.Fr.386c.
αἱμοσταγές, = αἱματοσταγής (blood-dripping, reeking with blood), E.Fr.384.
(αἱμοστᾰγής) -ές
que gotea sangre, ensangrentado αἱ. ἔθνος A.Eu.365, cf. E.Fr.386c.