Γλυκώνειος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, Glyconic, a kind of verse, so called from its inventor Glycon, Heph.10.2, Sch.Metr.Pi.O.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Γλῠκώνειος: -α, -ον, εἶδος στίχου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ ἐπινοήσαντος Γλύκωνος, Ἡφαιστ. 56 Gaisf.
Russian (Dvoretsky)
Γλῠκώνειος: стих. гликонов: Γλυκώνειον μέτρον = Гликонов стих (– – – ∪ ∪ – ∪ – ).