χρυσίδες

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, της υπόταξης απόκριτα, με μεταλλικό χρωματισμό που θυμίζει πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysidae (< χρυσίς, -ίδος)].

Russian (Dvoretsky)

1 золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);
2 шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;
3 расшитая золотом обувь или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).