κατηραμένος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monotonic
κατηρᾱμένος: μτχ. παρακ. του καταράομαι.
Translations
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, κατάρατος, κατήρητος, κατάρητος, κατηραμένος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit