ποταμήρυτος
From LSJ
German (Pape)
(ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul.Sil. ecphr. 596, ὄλβος.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμήρῠτος: -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που αντλείται από το ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρυτός (< ῥέω)].