δελφίνιος

From LSJ
Revision as of 07:46, 24 December 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Spanish (DGE)

-α, δελφίνιον
I procedente de delfín, de delfín στέαρ Cyran.4.17.6.
II bot. τὸ δελφίνιον
1 espuela de caballero, Consolida ambigua (L.) P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73, Gp.20.2.2.
2 espuela, Consolida pubescens (DC) Soó, Ps.Dsc.3.73.

Greek Monolingual

(II)
ο
1. ο επίδοξος διάδοχος του γαλλικού θρόνου
2. κάθε επίδοξος διάδοχος ενός αξιωματούχου ή άλλου προσώπου υψηλά ισταμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. Dauphin «ο διάδοχος» (< γαλλ. dauphin «δελφίνι» < λατ. delphinus, delphin). Ο τίτλος υιοθετήθηκε από τους Γάλλους το 1349 όταν το Δελφινάτο, παλαιός γαλλικός νομός, με έμβλημα το δελφίνι, παραχωρήθηκε από τον Ουμβέρτο Β' στον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Βαλουά].