δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 386] ακος, ὁ, dor. = ὄρπηξ, Theocr. 7, 146. – Hesych. erkl. ὅρπαξ auch θρασὺς ἄνεμος (?).