ῥοθέω

Revision as of 09:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(ῥόθος)

   A make a rushing noise: hence, of a roaring fire, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ A.Fr.309.    2 of any confused noise, ταῦτα . . ἐρρόθουν ἐμοί such clamours they raised against me, S.Ant.290; λόγοι . . ἐρρόθουν κακοί there was a noise of angry words, ib.259.

German (Pape)

[Seite 847] rauschen, brausen, lärmen; eigtl. von anprallenden Wellen, Ruderschlägen, u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόθουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοθεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῦτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐῤῥόθο υν ἐμοί, Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοθέω: (ῥόθος) παράγω ῥόθον, βοήν, οἵα γίνεται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τῆς εἰρεσίας, ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ ῥόθου τοῦ πυρός, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου θορύβου, ταῦτα…ἐρρόθουν ἐμοί, ταῦτα ἐφλυάρουν ἐναντίον μου, Σοφ. Ἀντ. 290· λόγοι..ἐρρόθουν κακοί, ὑπῆρχε θόρυβος λόγων ὀργίλων, αὐτόθι 259. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοθεῖν· ὁρμᾶν. τρέχειν, λέγειν, διώκειν».