γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
συνανακουφίζω: ὁμοῦ μετά τινος ἀνακουφίζω, ἀνυψῶ, τάχα που καὶ τοῖς πτεροῖς (ὁ Ἔρως) Ἱππομένει συνανεκούφιζον Ρήτορες (Walz.) τ. 1, σ. 470.