ἀντιστήκω
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
A = ἀνθίσταμαι, Hsch. s.v. ἀντεξάγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστήκω: ἀνθίσταμαι, κοιν. «ἀντιστέκω», «ἐνστάτης, ὁ ἐν τῇ ὁδῷ ἀντιστήκων τινὶ» Σχόλ. εἰς Σοφοκλ. Αἴαντα 104. - «ἀντεξάγω, ἀντιστήκω» Ἡσύχ.