ἀδιάλυτος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον,
A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2. II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4. III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.