διουρητικός
From LSJ
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
English (LSJ)
ή, όν,
A diuretic, Id.Acut.50, Diocl.Fr.112, Aret.CA1.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διουρητικός: -ή, -όν, ὁ κινῶν, διευκολύνων τὰ οὖρα, Ἱππ. Ὀξ. 392.