καριδάριον
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
τό, Dim. of καρίς, Anaxandr.27 (anap.):—also κᾱρίδιον, τό, Arist.HA547b17.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, dim. von καρίς, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρῑδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρίς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke˙ - ὡσαύτως κᾱρίδιον, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 15.