μόρον

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A black mulberry, Epich.207; πεπαίτερος μόρων A.Fr.264, cf. S.Fr.395, Eurypho ap.Gal. 17(1).888, Archig. ap. Aët.9.35, Philum. ib.33.    2 blackberry, μ. τοῦ βάτου Hp.Mul.2.112, cf. A.Fr.116; μ. τὸ βατῶδες Phanias ap.Ath.2.51e.

German (Pape)

[Seite 208] τό, die schwarze Maulbeere; γογγύλον, Soph. frg. 698; Aesch. frg. 100 auch λευκοῖς τε γὰρ μόροισι καὶ μελαγχίμοις, a. Beispiele bei Ath. II, 51. Auch die Brombeere, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόρον: τό, «μοῦρον», συκάμινον τὸ μέλαν, Ἐπίχ. 161b. Ahr.· πεπαίτερος μόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 259· λευκόν, μέλαν καὶ ἐρυθρόν, αὐτόθι 114, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Ἀθήν. 51Β κἑξ. (Ὁ Pott. παραβάλλει τὸ Γερμ. Maut-beere, Ἀγγλ. mul-berry).