πεπαίτερος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαίτερος Medium diacritics: πεπαίτερος Low diacritics: πεπαίτερος Capitals: ΠΕΠΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: pepaíteros Transliteration B: pepaiteros Transliteration C: pepaiteros Beta Code: pepai/teros

English (LSJ)

πέπων.

German (Pape)

[Seite 559] u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.

Russian (Dvoretsky)

πεπαίτερος: compar. к πέπων.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαίτερος: καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πέπων.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
ανώμαλος τ. συγκριτ. του πέπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)].

Greek Monotonic

πεπαίτερος: και -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του πέπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπαίτερος comp. van 1. πέπων.