σαρόω

Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

= σαίρω (B),

   A sweep clean, τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8, Artem.</au

German (Pape)

[Seite 864] = σαίρω, segen, kehren, οἰκίαν, N. T. u. Artemid. 2, 33; – übertr., umherjagen, umhertreiben, vom Sturme, διπλῶν μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον, Lycophr. 389, nach E. M. κλυδωνιζόμενον. – Doch ist σαρόω unatt., jüngeres u. schlechteres Wort als σαίρω, Lob. zu Phryn. p. 83.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρόω: σαίρω ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., οἶκος σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, κῦμα… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.