[Seite 820] ἡ, das Glühendmachen, Ansengen, Anbrennen, E. M.
πῠράκτωσις: ἡ, τὸ πυρακτεῖν, ἐμπύρευσις, φλόγωσις, καῦσις, Γαλην. τ. 14, σ. 539, 9.