τραχηλιώδης
English (LSJ)
ες,
A stiff-necked, EM751.35.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλιώδης: -ες, σκληροτράχηλος, Ἐτυμ. Μέγ. 75Ι, 35, ἐν λ. τελχίν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τελχινώδης.
ες,
A stiff-necked, EM751.35.
τρᾰχηλιώδης: -ες, σκληροτράχηλος, Ἐτυμ. Μέγ. 75Ι, 35, ἐν λ. τελχίν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τελχινώδης.