τραχηλιώδης

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλιώδης Medium diacritics: τραχηλιώδης Low diacritics: τραχηλιώδης Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: trachēliṓdēs Transliteration B: trachēliōdēs Transliteration C: trachiliodis Beta Code: traxhliw/dhs

English (LSJ)

ες, stiff-necked, EM751.35.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιώδης: -ες, σκληροτράχηλος, Ἐτυμ. Μέγ. 75Ι, 35, ἐν λ. τελχίν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τελχινώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τράχηλος
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ισχυρογνώμονας, πεισματάρης.