ὁμόκαπος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.