ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
νοσοτρόφος: ὁ, = νοσοκόμος, Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. νοσοκόμος.