καταβαυκάλησις
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lullaby, Ath.14.618e(pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταβαυκάλησις: -εως, ἡ, ἡ διὰ νανουρισμάτων ἀποκοίμισις τῶν παιδίων, «αἱ δὲ τῶν τιτθευουσῶν ᾠδαὶ καταβαυκαλήσεις ὀνομάζονται» Ἀθήν. 618E.