ἀτρίαστος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not admitting triplicity, Dam.Pr.117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρίαστος: -ον, ὁ μὴ τριπλασιασθείς, Δαμασκ. ἐν Οὐολφ.Anecd. Gr. τ. 3. σ. 231.