σιττάκη: ἡ, κατὰ μαλακωτέραν προφορὰν ἀντὶ ψιττακός, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11. Ἴσως τὸ σίττας, ὁ, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., εἶναι τὸ αὐτό.