σιττάκη

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek (Liddell-Scott)

σιττάκη: ἡ, κατὰ μαλακωτέραν προφορὰν ἀντὶ ψιττακός, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11. Ἴσως τὸ σίττας, ὁ, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., εἶναι τὸ αὐτό.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. ψιττάκη.

German (Pape)

σίττακος, Sp.