ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
συνεξορχέομαι: ἀποθ., θεατρίζω, χλευάζω ὁμοῦ, Συνέσ. 69Α, Θεόδωρ. Μετοχ. 334. 5, Φώτ. ἐν Wolf’s Anal. 2. 153.