κωπώ
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.
Greek (Liddell-Scott)
κωπώ: -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη ῥάβδος κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25.