Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
[Seite 281] τό, = ξυλάριον, Sp.
ξῠλήριον: τό, = ξυλάριον, Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε ξυλάριον.