λινοϋφής
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
[ῠ], ές,
A weaving linen, EM558.49:—also λῐνόϋφος, ον, AB302, PGiss.40 ii 27 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).216, etc.; cf. λίνυφος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοϋφής: [ῠ], ές, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 49· λῐνόϋφος, ον, Α. Β. 302, ὑφαίνων λινᾶ ὑφάσματα. Ἐν τοῖς Γλωσσ. καὶ οὗτος ὁ τύπος καὶ ὁ τύπος λίνυφος ἀπαντᾷ. ‒ Πρβλ. Δουκάγγ.